Πατήστε εδώ για να παρακολουθήσετε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης

Καθώς η Ελλάδα βυθίζεται στην ύφεση, η ανεργία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που πλήττουν την κοινωνία. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, το ποσοστό της αγγίζει πλέον σχεδόν το 16%, ενώ οι προοπτικές για το μέλλον παραμένουν δυσοίωνες. Λαμβάνοντας μέρος στη δημόσια συζήτηση για το θέμα και μέσα στο πλαίσιο των Αντιπαραθέσεων, Το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) διοργάνωσε συζήτηση, προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα: ‘Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανεργίας προϋποθέτει ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, έστω υπό όρους;Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 12 Μαΐου, στην αίθουσα του Παλαιού Χρηματιστηρίου Αθηνών με την ευγενική υποστήριξη  του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ομιλητές ήταν ο κ. Γιάννης Κουκιάδης (Καθηγητής Εργατικού Δικαίου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), ο κ. Σταύρος Κυριαζής (μέλος Δ.Σ. Κοινωνικού Πολυκέντρου ΑΔΕΔΥ), η κ. Μιράντα Ξαφά (Σύμβουλος επενδύσεων, IJ Partners), και ο κ. Σάββας Ρομπόλης (Καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επιστημονικός Διευθυντής, Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ). Τη συζήτηση συντόνισε η κ. Ελίζα Παπαδάκη (Δημοσιογράφος, ΤΑ ΝΕΑ).

Στην εισήγησή του ο κ. Κουκιάδης υποστήριξε ότι η ευελιξία εκφράζει μία γενικότερη κουλτούρα και δεν σχετίζεται μόνον με οικονομικά θέματα.  Παράλληλα, έδωσε έμφαση στη διαφοροποίηση της απόλυτης ελαστικότητας από τη σχετική, θεωρώντας σημαντική παράμετρο την ποιότητα του ανταγωνισμού και το σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Όπως εξήγησε ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, δεν υπάρχουν μελέτες που απαντούν με σαφήνεια στο ερώτημα αν η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την καταπολέμηση της ανεργίας. Κατά την άποψή του, τα ζητήματα που πρέπει να μας απασχολούν είναι για ποιους λόγους, με ποιους τρόπους και με ποιους όρους προτείνεται η ελαστικοποίηση αυτή.

Στη συνέχεια, ο κ. Κυριαζής σημείωσε ότι δεν υπάρχουν μορφές ελαστικοποίησης οι οποίες να έχουν οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης.  Τόνισε, ταυτόχρονα, ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται χρειάζεται να είναι συμβατά με την ποιότητα εργασίας και να μην αγνοούν τις οικογενειακές ανάγκες των εργαζομένων.  Ο κ. Κυριαζής ανέφερε πως όποια μέτρα λαμβάνονται δεν πρέπει να είναι αποσπασματικά καθώς μπορεί να φέρουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Τέλος, εξέφρασε την αμφιβολία του για το κατά πόσο προτάσεις όπως η εγκαθίδρυση του θεσμού της μερικής απασχόλησης στο δημόσιο τομέα και η διακοπή εργασίας σε αυτό με δυνατότητα επιστροφής μπορούν να  είναι αποδοτικές.

Από την πλευρά της, η κ. Ξαφά σχολίασε αρνητικά το ρόλο των συνδικαλιστών στα εργασιακά θέματα, αποκαλώντας μερίδα αυτών «αργόμισθους επαγγελματίες». Όπως ανέφερε, πολύ συχνά οι απεργίες αποφασίζονται από μικρές μειοψηφίες και προνομιούχες ομάδες. Η κ. Ξαφά στάθηκε στην αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό, παρατηρώντας πως «το οικοδόμημα κατέρρευσε όταν τελείωσαν τα δανεικά». Συμφώνησε, ακόμα, με συγκεκριμένα μέτρα που περιέχονται στο Μνημόνιο, όπως το άνοιγμα των επαγγελμάτων, η κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών, ο καθορισμός του μισθού στο επίπεδο της επιχείρησης και η αύξηση της μερικής απασχόλησης, ξεκαθαρίζοντας, όμως, πως η επιτυχία τους τους εξαρτάται από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης.

Τέλος, ο κ. Ρομπόλης ξεκίνησε την εισήγησή του, λέγοντας ότι στις συζητήσεις για τα εργασιακά θέματα το βάρος γέρνει προς τη μεριά του ισχυρότερου, δηλαδή του εργοδότη. Διαφώνησε, επίσης, με τη μετατόπιση των πολιτικών απασχόλησης από το μακροοικονομικό μοντέλο στο μικροοικονομικό, όπως ορίζεται στη συνθήκη της Λισαβόνας.  Κατά τη γνώμη του, σε όσες χώρες από τη δεκαετία του 1990 και μετά υπήρξε ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, παρατηρήθηκε ανασφάλεια και όχι αύξηση της απασχόλησης.  Καταλήγοντας, ο κ. Ρομπόλης πρότεινε την ανασύσταση της οικονομικής επιστήμης και το μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης με σκοπό να γίνουν οι επιχειρήσεις όσο το δυνατόν πιο αποδοτικές.