imagesmusicsectorΗ μελέτη “Οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και πολιτιστική πολυμορφία στο χώρο της μουσικής” ανατέθηκε στο ΕΛΙΑΜΕΠ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την καταγραφή των πρόσφατων εξελίξεων της αγοράς όσον αφορά τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και τη διερεύνηση της επίδρασης της σχετικής Ευρωπαϊκής πολιτικής στην πολιτιστική πολυμορφία. Η μελέτη ανέλυσε τις πολιτιστικές επιπτώσεις της δομικής αναδιάρθρωσης της αγοράς συνεπεία δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στηρίχθηκε στη διεξαγωγή εμπειρικής έρευνας σε πέντε χώρες που επιλέχθηκαν ως ‘case-studies’: το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αποδοκιμάζοντας την πρακτική χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης με περιορισμένη εδαφική εμβέλεια, δηλαδή τη χορήγηση αδειών που επιτρέπουν την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων μόνο εντός του κράτους εγκατάστασης του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που παρέχει την άδεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε την ανάγκη προώθησης αδειών με πολλαπλή εδαφική ισχύ για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων των δημιουργών στο επιγραμμικό (online) περιβάλλον. Μέσω της υιοθέτησης ‘χαλαρής’ νομοθεσίας (soft law) και την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων για τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή ενθάρρυνε την υιοθέτηση μοντέλων διαχείρισης που στηρίζονται στη χορήγηση αδειών με πολυεδαφική εμβέλεια, στοχεύοντας, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη πανευρωπαϊκών ψηφιακών υπηρεσιών μουσικής.

Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης που πραγματοποιήθηκε, η δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επηρέασε σημαντικά τη διαχείριση των δικαιωμάτων που είναι αναγκαία για τη νόμιμη ψηφιακή εκμετάλλευση των μουσικών έργων. Τα νέα μοντέλα πολυεδαφικής διαχείρισης που εντοπίστηκαν στην αγορά αφορούν κυρίως τα δικαιώματα των συνθετών, των στιχουργών και των μουσικών εκδοτών. Η δράση της Επιτροπής δε φαίνεται να έχει ασκήσει επίδραση στη διαχείριση των λεγόμενων «συγγενικών» δικαιωμάτων, δηλαδή στη διαχείριση των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι ερμηνευτές (τραγουδιστές και μουσικοί) και οι παραγωγοί ήχου ή ήχου και εικόνας.

Η μελέτη ανέδειξε ότι τα νέα μοντέλα διαχείρισης που στοχεύουν στη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης σε πολλαπλή εδαφική βάση – ουσιαστικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – αφορούν συγκεκριμένα μουσικά ρεπερτόρια και κυρίως το Αγγλο-Αμερικάνικο ρεπερτόριο. Συνεπώς, διαφέρουν σημαντικά από το σύστημα χορήγησης αδειών που ακολουθήθηκε για δεκαετίες από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και που στηρίχθηκε στη σύναψη διμερών συμβάσεων αμοιβαίας εκπροσώπησης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης μπορούσε να εκπροσωπεί και να χορηγεί άδειες εκμετάλλευσης στην επικράτειά του όχι μόνο για το ρεπερτόριο των μελών του αλλά και για τα ρεπερτόρια των μελών των συνδεδεμένων με αυτόν οργανισμών συλλογικής διαχείρισης βάσει των συναφθεισών συμβάσεων. Παρέχονταν με άλλα λόγια άδειες για πολλαπλά ρεπερτόρια σε μονοεδαφική βάση. Τα νέα μοντέλα διαχείρισης που παρατηρήθηκαν στην αγορά επιτρέπουν τη χορήγηση πανευρωπαϊκών αδειών για συγκεκριμένα ρεπερτόρια. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα ενιαίο σύστημα που να εξασφαλίζει τη χορήγηση αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος για πληθώρα ρεπερτορίων.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα νέα μοντέλα διαχείρισης που παρατηρήθηκαν αφορούν τα δικαιώματα πολυεθνικών μουσικών εκδοτών, τα δικαιώματα δηλαδή των λεγόμενων «majors». Οι εκδότες αυτοί απέσυραν από το σύστημα της αμοιβαίας εκπροσώπησης τα μηχανικά τους δικαιώματα στο Αγγλο-Αμερικάνικο ρεπερτόριο και ανέθεσαν τη διαχείρισή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε συγκεκριμένους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ή σε νέους συλλογικούς διαχειριστές που ιδρύθηκαν ειδικά για το σκοπό αυτό. Η νέα αυτή κατάσταση φαίνεται να έχει ενδυναμώσει τη θέση των «major» όσον αφορά τη διαπραγμάτευση των όρων βάσει των οποίων αναθέτουν τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους σε φορείς συλλογικής διαχείρισης. Καταρχήν, μπορούν να διαπραγματευθούν όλους τους όρους της διασυνοριακή διαχείρισης των δικαιωμάτων τους με τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης. Επίσης, είναι σε θέση να επηρεάσουν τους όρους διαχείρισης των λοιπών δικαιωμάτων τους, αυτών δηλαδή που παραμένουν υπό την ευθύνη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Για να αποτρέψουν την απόσυρση περαιτέρω δικαιωμάτων από το σύστημα της αμοιβαίας εκπροσώπησης, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης μπορεί να υποκύψουν στην πίεση των «majors» και να δεχθούν «προνομιακούς όρους μεταχείρισης» για τα ρεπερτόρια τους. Οι συνθέτες, οι στιχουργοί, καθώς και οι εκδότες που δρουν σε εθνικό επίπεδο δε διαθέτουν εξίσου ισχυρά μέσα για να διαπραγματευθούν τους όρους ανάθεσης και διαχείρισης των δικαιωμάτων τους. Λιγότερο ευνοϊκοί όροι για τη διαχείριση των δικαιωμάτων των συγκεκριμένων δικαιούχων δύνανται να οδηγήσουν σε μειωμένες εισπράξεις και διανομές αμοιβών, επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγή πολιτιστικών αγαθών και συνεπώς την πολιτιστική πολυμορφία στο χώρο της μουσικής.

Η πολιτιστική πολυμορφία θα μπορούσε επίσης να πληγεί εάν τα νέα μοντέλα διαχείρισης που καταγράφηκαν οδηγήσουν σε περιορισμένη διαθεσιμότητα εξειδικευμένων ή λιγότερο εμπορικών ρεπερτορίων στην αγορά. Στο πλαίσιο της μελέτης που διεξήχθη, οι εμπορικοί χρήστες διαμαρτυρήθηκαν για την αύξηση του αριθμού των αδειών που απαιτούνται για την παροχή νόμιμων επιγραμμικών υπηρεσιών που καλύπτουν ποικίλα ρεπερτόρια. Το σχετικό κόστος δύναται να περιορίσει τις δραστηριότητές τους, ευνοώντας τη λήψη αδειών μόνο για το Αγγλο-Αμερικάνικο ρεπερτόριο, το οποίο, εξαιτίας της εμπορικής του επιτυχίας, θεωρείται στρατηγικό εφόδιο για την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική μιας και η κυκλοφορία ποικίλων μουσικών ρεπερτορίων στην Ευρώπη είναι περιορισμένη. Η μελέτη αποκάλυψε ότι τα ρεπερτόρια των κρατών μελών της ΕΕ δεν αναπτύσσονται με τον ίδιο βαθμό, ούτε τυγχάνουν της ίδιας επιτυχίας. Τα ρεπερτόρια των μικρότερων κρατών μελών, όπως και τα ρεπερτόρια των νέων κρατών μελών δεν εισχωρούν εύκολα στην Ευρωπαϊκή και διεθνή μουσική αγορά. Αντίθετα, τα ρεπερτόρια των μεγαλύτερων κρατών μελών τυγχάνουν ευρείας εκμετάλλευσης,  με σημαντικές εισπράξεις τόσο σε Ευρωπαϊκό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Η πολιτική της ΕΕ για τη διαχείριση των δικαιωμάτων των δημιουργών και των λοιπών δικαιούχων οφείλει να λάβει υπόψη την κατάσταση αυτή και να αποφύγει την υιοθέτηση μέτρων που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη διάθεση ποικίλων μουσικών ρεπερτορίων στην αγορά. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνάς μας, για την προστασία και προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας στο χώρο της μουσικής, κρίνεται αναγκαίο ένα σύστημα διαχείρισης που μέσω ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των συλλογικών διαχειριστών, θα εξασφαλίζει:

– την ευρεία διάθεση και πρόσβαση σε πληθώρα ρεπερτορίων, συμπεριλαμβανομένων των λιγότερο εμπορικών

– την ισορροπημένη προστασία όλων των κατηγοριών δικαιούχων δικαιωμάτων

– την παροχή αποτελεσματικών υπηρεσιών χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης με ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου για τους εμπορικούς χρήστες και

– την εξασφάλιση ενός υψηλότερου επιπέδου διαφάνειας σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των δικαιωμάτων.

 

Διαβάστε την μελέτη  “Οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και πολιτιστική πολυμορφία στο χώρο της μουσικής“.