Εδώ και επτά χρόνια η Ελλάδα περνάει από μια πρωτοφανή κρίση, και μάλιστα χωρίς ορατή προοπτική εξόδου. Η χώρα έχει υποστεί πολλαπλές εσωτερικές βλάβες και έχουν πληγεί η διεθνής εικόνα και η περιφερειακή μας επιρροή. Σε συνδυασμό με σημαντικές –κυρίως αρνητικές– διεθνείς εξελίξεις και την έντονη ρευστότητα και αστάθεια που χαρακτηρίζει την ευρύτερη γειτονιά μας, η ελληνική εθνική ασφάλεια αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Οι οικονομικοί περιορισμοί αλλά και οι ψυχολογικές συνέπειες της κρίσης δυσχεραίνουν περαιτέρω τις προσπάθειες διαχείρισης. Με δεδομένη την αδυναμία του υφιστάμενου συστήματος να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα νέο περιβάλλον ασφαλείας, θα περίμενε κανείς να έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα μέσω της υλοποίησης μιας σειράς στρατηγικών διαρθρωτικών αλλαγών.

Στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, επιφανειακές μόνο αλλαγές έγιναν στη δομή και λειτουργία του υπουργείου Εξωτερικών από όλες τις «κυβερνήσεις της κρίσης». Ζητήματα στρατηγικού σχεδιασμού, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης ανθρώπινου δυναμικού, ρόλου σε διεθνείς οργανισμούς (και ιδιαίτερα μιας πιο ενεργούς συμμετοχής στις διεργασίες εντός Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), δεν αποτέλεσαν –εκ του αποτελέσματος– αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού και δεν έγιναν ουσιαστικές προσπάθειες δομικών μεταρρυθμίσεων. Στον χώρο της εθνικής άμυνας, επείγει η αναζήτηση λύσης σε μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση: τη διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας με αρκετά λιγότερους οικονομικούς πόρους. Αποτελεί μονόδρομο ο περαιτέρω εξορθολογισμός της δομής δυνάμεων, η απαλλαγή από περιττά βάρη και η επιδίωξη οικονομιών κλίμακας. Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι μια διαδικασία συνολικής και σε βάθος αμυντικής αναθεώρησης σε ζητήματα όπως η εκτίμηση απειλής και οι τρόποι αντιμετώπισης, νέες τεχνολογίες, εκπαίδευση και επιμόρφωση προσωπικού, δομή δυνάμεων, αμυντική βιομηχανία και η στρατιωτική θητεία.

Στον χώρο της εσωτερικής ασφάλειας υπάρχουν προβλήματα μικρής και μεγάλης εγκληματικότητας, νέες απειλές ασφαλείας (κυβερνοαπειλές, προστασία κρίσιμων υποδομών, φυσικές καταστροφές, πανδημίες, μεταναστευτικές ροές, κ.λπ.), ενώ παράλληλα παρατηρείται δυσκολία υλοποίησης δομικών αλλαγών λόγω και ιδεοληπτικών αντιλήψεων. Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία του απαραίτητου θεσμικού και οργανωτικού σχήματος για τη διαχείριση εκτάκτων καταστάσεων μέσω της επεξεργασίας και υιοθέτησης ενός δόγματος εσωτερικής ασφαλείας. Ιδιαίτερα χρήσιμη σε όλους τους ανωτέρω τομείς θα ήταν και η δημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Πληροφοριών. Τέλος, εκ των ων ουκ άνευ είναι η σύσταση ενός επιτελικού οργάνου (Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας) που θα καλύψει το θεσμικό κενό στους τομείς του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων. Ομως, όχι μόνο έχουν γίνει ελάχιστα για την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς, αλλά συνεχίζουμε στη λογική «να βγάλουμε την ημέρα και για αύριο έχει ο Θεός», ενώ μερίδα της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας αδυνατεί να κατανοήσει –και να εξηγήσει δημοσίως– το μέγεθος της γεωπολιτικής καταστροφής που θα προκαλούσε η έξοδος της χώρας από την Ευρώπη. Αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε και έπειτα από όσα μας συνέβησαν, μήπως τελικά είμαστε μια «ανάπηρη χώρα»;

Πηγή: Καθημερινή