Η ηγεμονία των απλουστευτικών εξηγητικών σχημάτων για τα αίτια της κρίσης στην Ελλάδα και για την αδυναμία υπέρβασής της, επτά χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, τρέφει τόσο τη διάχυτη πλέον λαϊκή αδιαφορία για τις τρέχουσες εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» όσο και τις δεξαμενές των ψηφοφόρων από τις οποίες στις επόμενες εκλογές θα αντλήσουν ψήφους τα λαϊκιστικά και αντισυστημικά πολιτικά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς. Καμία από τις πρόσφατες κυβερνήσεις και κανένας φορέας, δημοσιογραφικός, πανεπιστημιακός, ερευνητικός ή άλλος, δεν ασχολήθηκαν επίμονα και σε βάθος χρόνου με την υπεράσπιση εκείνης της σύνθετης και ταυτόχρονα διαυγούς προσέγγισης στην κρίση, την οποία αξίζουν οι πολίτες. Τουλάχιστον τώρα, χάρη στους Τάσο Γιαννίτση και Σταύρο Ζωγραφάκη, οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν στα χέρια τους το κατάλληλο εγχειρίδιο.

Πρωτότυπη μεθοδολογία

Σε αντίθεση με προγενέστερους συγγραφείς, οι Γιαννίτσης και Ζωγραφάκης επεξεργάζονται ανώνυμα στοιχεία από φορολογικές δηλώσεις ενός τεράστιου δείγματος, δηλαδή από 261.351 δηλώσεις νοικοκυριών για τέσσερα έτη, τα οικονομικά έτη 2009 έως και 2012. Με περισσότερους από 70 πίνακες και διαγράμματα, που θα άξιζε να παρατίθενται σε κατάλογο αμέσως μετά τον πίνακα περιεχομένων σε τέτοιο έργο αναφοράς, οι συγγραφείς δείχνουν τόσο το εύρος των διαφορετικών πηγών εισοδήματος του ίδιου νοικοκυριού (χωρίς προσωπικά στοιχεία των μελών του) όσο και τη μεταβολή τους κατά μήκος του χρόνου, μετά την έναρξη της κρίσης. Παρότι επίσης χρησιμοποιούν συμπληρωματικά στοιχεία από τις Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) οι οποίες στηρίζονται σε δειγματοληπτικές συνεντεύξεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές έρευνες ΕU-SILC, υπερασπίζουν εύλογα την κύρια επιλογή τους απέναντι σε τυχόν επικρίσεις για ελλιπή στοιχεία λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Καμία από αυτές τις έρευνες δεν εγγυάται πλήρη αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων όσων φοροδιαφεύγουν. Οι άλλες πηγές δεν έχουν απαραίτητα την ακριβή εικόνα των εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις που προσφέρουν τα φορολογικά στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για εισοδήματα από κεφάλαιο ή από ακίνητα, για τα οποία οι έρευνες με συνεντεύξεις δεν είναι περισσότερο αξιόπιστες. Στηριζόμενοι πάντως στη δική τους έρευνα, στις ευρωπαϊκές έρευνες και σε εκείνες του Μ. Ματσαγγάνη οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι στις υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες (δεκατημόρια) η φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη από ό,τι στις χαμηλότερες.

Ανισότητα και φτώχεια

Αυτό όμως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη διάρκεια της κρίσης η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε δραματικά. Αντίθετα, στην αρχή της κρίσης αυξήθηκε λιγότερο από ό,τι συνήθως εικάζεται, όπως άλλωστε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε κρίση. Το παράδοξο συμπέρασμα οφείλεται στις δραστικές περικοπές των υψηλών συντάξεων και τη μείωση των εισοδημάτων των πλουσιότερων στρωμάτων. Μάλιστα η παρατηρούμενη, σχετικά μικρή, αύξηση της ανισότητας δεν οφείλεται μόνο στον συνήθη ύποπτο, δηλαδή την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αλλά και στην επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ («χαράτσι») στη χώρα μας, όπου, συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ, τα ακίνητα αποτελούν μεγάλο μέρος της συνολικής περιουσίας και υπάρχει εκτεταμένη ιδιοκατοίκηση. Ενδιαφέρον είναι και το συμπέρασμα για σχετική μείωση του εισοδηματικού χάσματος ανδρών-γυναικών, καθώς οι τελευταίες είτε βγήκαν από το νοικοκυριό και βρήκαν απασχόληση είτε υπέστησαν μικρότερες μειώσεις.

Αντίθετα με την περίοπτη θέση της τύχης των αγροτών και των συνταξιούχων στη δημόσια «ατζέντα» της κρίσης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πτώση των αγροτικών εισοδημάτων και εκείνων από συντάξεις υπήρξε μικρότερη συγκριτικά με την πτώση των εισοδημάτων από εργασία και κεφάλαιο. Μάλιστα, συνολικά έως το 2012 είχε συμβεί μια δραματική ανακατανομή εισοδήματος από το κεφάλαιο και την εργασία προς τις συντάξεις, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι κατά μέσο όρο οι συνταξιούχοι πλούτισαν. Απλώς είναι πλέον πάρα πολλοί, εξαιτίας της συνολικής γήρανσης του πληθυσμού, των ευεργετικών διατάξεων για πρόωρη συνταξιοδότηση και των διευκολύνσεων διαδοχικών κυβερνήσεων προς τους συνταξιούχους. Ειδικά σε ό,τι αφορά την πτώση των εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων, γύρω από την οποία επίσης συχνά περιστρέφεται η δημόσια συζήτηση, προκύπτει ότι αυτή υπήρξε ασύγκριτα μικρότερη από την αντίστοιχη πτώση των ιδιωτικών υπαλλήλων και βεβαίως των ανέργων. Οι συγγραφείς μιλούν ξεκάθαρα για «δυσμενή μεταχείριση» των δύο τελευταίων κατηγοριών.

Τέλος, ενώ οι συγγραφείς δέχονται ότι έλαβε χώρα συνολική φτωχοποίηση λόγω της κρίσης, την προσδιορίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό,τι όσοι χρησιμοποιούν το σχετικό σύνθημα. Η φτώχεια έπληξε πολύ λιγότερο τους ηλικιωμένους από ό,τι τους μεσηλίκους και τους νέους και πολύ περισσότερο τους ανέργους από ό,τι τους χαμηλοσυνταξιούχους. Κυρίως η κρίση επιδείνωσε την κατάσταση όσων ήσαν ήδη πολύ φτωχοί και υποβάθμισε τις συνθήκες διαβίωσης των χαμηλόμισθων, των ανέργων, των παιδιών και των μη οικονομικά ενεργών πολιτών. Ο μεθοδολογικά καινοτόμος «δείκτης απόγνωσης των μισθωτών και των ανέργων» των συγγραφέων υπογραμμίζει αυτό το συμπέρασμα. Αυτές οι κοινωνικές ανακατατάξεις επέδρασαν αρνητικά στην πολιτική σταθερότητα και συνετέλεσαν «στην ανάδειξη ιδιαίτερα ακραίων πολιτικών σχηματισμών». Τέτοιες πολιτικές εξελίξεις επέδρασαν με τη σειρά τους αρνητικά στην υπέρβαση της κρίσης. Αυτό γράφεται αρκετά υπαινικτικά στο βιβλίο και θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί περισσότερο.

Το καλύτερο βιβλίο

Ακούει συχνά κανείς ότι η κρίση και οι επιπτώσεις της διαχείρισης της κρίσης από τους δανειστές και διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις είναι αποτέλεσμα «συμφερόντων». Σπάνια εξηγείται αυτό, ενώ συχνά υπονοείται κάποια σκοτεινή συμμαχία ελληνικών και ξένων οικονομικών παραγόντων. Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος και χωρίς πολιτικές παρωπίδες οι Γιαννίτσης και Ζωγραφάκης εξηγούν με κατανοητό τρόπο πόσο διαφορετικά και πολύπλοκα είναι τα συμφέροντα που συνετέλεσαν στη συνεχιζόμενη αναπαραγωγή της κρίσης, ειδικά στην Ελλάδα, καθώς και ποιες είναι οι ευθύνες των επί μέρους ομάδων της κατακερματισμένης ελληνικής κοινωνίας για τη συνεχιζόμενη τελμάτωση. Και πείθουν ότι η τελμάτωση συνδέεται επίσης με κυρίαρχες «φαντασιακές αντιλήψεις» για την έξοδο από την κρίση στις οποίες συμπίπτουν κυβερνήσεις και κοινωνικά συμφέροντα. Συμπεραίνουν έτσι ότι «όταν… κανείς είναι αναγκασμένος να θέλει μόνο τη λύση που τον οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη ήττα, τότε η ήττα είναι προδιαγεγραμμένη» (σ. 15). Η καινοτόμος μεθοδολογία των συγγραφέων, η ευρύτητα της ματιάς τους, η ικανότητα απλής απόδοσης σύνθετων οικονομολογικών επιχειρημάτων, η σύνδεση του οικονομικού με το εθνικό πολιτικό και το υπερεθνικό επίπεδο ανάλυσης και ο συνυπολογισμός των ιδεολογικών αδιεξόδων καθιστούν αυτό το βιβλίο το καλύτερο που έχει γραφεί για την πολιτική διαχείριση και για τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα. Οι επόμενοι συγγραφείς θα δυσκολευτούν να υπερβούν το ύψος στο οποίο έθεσαν τον πήχη οι Γιαννίτσης και Ζωγραφάκης.

Πηγή: To Βήμα της Κυριακής