Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες, την Κωνσταντινούπολη και τη Νίκαια υπογραμμίζουν τη δυσκολία προστασίας των ανοιχτών, δημοκρατικών κοινωνιών μας από φανατικούς, έτοιμους να πεθάνουν «μετά των αλλοφύλων». Όσο δε το λεγόμενο «Ισλαμικό Κράτος/ISIS» ηττάται στη Συρία και το Ιράκ, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα και ο κίνδυνος τρομοκρατικών επιθέσεων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Παραδόξως, δηλαδή, όσο αποδυναμώνεται στην Εγγύς Ανατολή το ISIS, τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η αντιμετώπιση του ισλαμικού φανατισμού στις μουσουλμανικές χώρες και της ριζοσπαστικοποίησης (πολύ μικρού αριθμού, ευτυχώς) μουσουλμάνων σε ευρωπαϊκές χώρες είναι εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί το σχεδιασμό και υλοποίηση μιας πολυδιάστατης πολιτικής που θα επιχειρεί να θεραπεύσει όχι μόνο τα συμπτώματα αλλά και τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος.

Εσχάτως, γίνεται συχνά –ιδιαίτερα από ακροδεξιούς κύκλους- η προσπάθεια σύνδεσης της μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος με την τρομοκρατία. Πρόκειται για λανθασμένη –και ασφαλώς υστερόβουλη- προσέγγιση καθώς το σημερινό πρόβλημα ριζοσπαστικοποίησης και τρομοκρατίας στην Ευρώπη συνδέεται με προηγούμενες γενιές μεταναστών. Δεν μπορεί να αποκλειστεί όμως το ενδεχόμενο μελλοντικής ριζοσπαστικοποίησης της σημερινής γενιάς μεταναστών και προσφύγων. Είναι αναγκαία λοιπόν μια νηφάλια εκτίμηση των πιθανών συνεπειών της παράτυπης μετανάστευσης για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, τόσο στην ΕΕ, όσο και στη χώρα μας.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί –για μια σειρά από λόγους– στόχο υψηλής προτεραιότητας για τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Η εμπειρία έχει δείξει, ωστόσο, ότι όταν αυξάνει η δυσκολία πληγμάτων εναντίον στόχων υψηλής προτεραιότητας λόγω μέτρων ασφαλείας, τότε οι τρομοκράτες «κατεβαίνουν πιο κάτω» στη λίστα, αναζητώντας πιο τρωτούς στόχους. Η Ελλάδα είναι μια δυτική χώρα, μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, γεωγραφικά προσβάσιμη από τη Μέση Ανατολή, και άρα δυνητικός στόχος ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων. Μια πιθανή τρομοκρατική ενέργεια θα μπορούσε κάλλιστα να κατευθυνθεί εναντίον δυτικού στόχου (διπλωματικού, τουριστικού, επιχειρηματικού) σε ελληνικό έδαφος. Ο εφησυχασμός, λοιπόν, δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση.

Ασφαλώς δεν θα θέλαμε να μετατραπούμε στο μαλακό υπογάστριο ασφαλείας της Ευρώπης, με την εύκολη διέλευση ριζοσπαστικών στοιχείων. Να σημειωθεί, βεβαίως, ότι στην προσπάθεια εκτίμησης της απειλής καλό θα ήταν να αποφύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, φοβικές προσεγγίσεις και γενικόλογες διαπιστώσεις. Για να μην βρεθούμε μελλοντικά προ (πολύ) δυσάρεστων εκπλήξεων, θα πρέπει να κινηθούμε προληπτικά σε τρεις κατευθύνσεις (όπως περιγράφεται και στη Λευκή Βίβλο του ΕΛΙΑΜΕΠ για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Ασφάλεια και Αμυνα [Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2016]:

(1) Πρόσληψη στην Ελληνική Αστυνομία, και αργότερα στην ΕΥΠ, κατόπιν εξαιρετικά προσεκτικής διαδικασίας επιλογής, μικρού αριθμού μεταναστών από «ενδιαφέρουσες» κοινότητες στις οποίες δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα διείσδυσης και παρακολούθησης ακραίων στοιχείων (2) δημιουργία επισήμων χώρων θρησκευτικής λατρείας, που δίδει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερου ελέγχου ριζοσπαστικών θρησκευτικών λειτουργών, καθώς και δημιουργία μουσουλμανικού νεκροταφείου στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και (3) συνεργασία με τις ηγεσίες των κοινοτήτων μεταναστών για την έγκαιρη ικανοποίηση των πολιτισμικών και θρησκευτικών τους αναγκών (στο μέτρο του δυνατού και λογικού και φυσικά όχι σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού) και τη διαχείριση των πολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων, αλλά και τη λήψη πληροφοριών για εξτρεμιστικές δραστηριότητες με στόχο την πρόληψη ή τουλάχιστον τον περιορισμό της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης των μουσουλμανικών κοινοτήτων που παρατηρείται σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι σε εποχή οικονομικής κρίσης και κρίσης ιδεών και αξιών για την Ευρώπη και τη χώρα μας, η ριζοσπαστικοποίηση δεν αποτελεί αποκλειστικό πρόβλημα της μουσουλμανικής νέας γενιάς. Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και της ριζοσπαστικοποίησης απαιτείται μια πολυεπίπεδη στρατηγική, που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αποτελεσματικότερη συνεργασία και βελτίωση της εκπαίδευσης των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και μια στρατηγική εσωτερικής ασφαλείας.

Δρ. Θάνος Ντόκος, Γενικός Διευθυντής ΕΛΙΑΜΕΠ