Από το 1945 Τουρκία υπήρξε ένα από τα σταθερά προπύργια της Δύσεως στην ευρύτερη περιοχή. Μετά δε την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν το 1979 κατέστη το τελευταίο ασφαλές δυτικό καταφύγιο δίπλα σε μία μεγάλη «ζώνη πολέμου» που ξεκινούσε στα ανατολικά της σύνορα. Στη διαμόρφωση της προσλήψεως της Τουρκίας ως ασφαλούς καταφυγίου βοηθούσε και η παραδοσιακή κεμαλική πολιτική που επέβαλε αποχή από οποιαδήποτε εμπλοκή στις μεσανατολικές διαμάχες. Ο μόνος λόγος που «τράβαγε» τους Τούρκους στην περιοχή αφορούσε στους Κούρδους. Ήταν ένα εσωτερικό τουρκικό ζήτημα που αποκτούσε εξωτερικές διαστάσεις διότι οι Κούρδοι του εξεγερμένου ΠΚΚ έβρισκαν καταφύγιο στη Συρία (μέχρι το 1999) και στις αυτόνομες περιοχές του Ιράκ (μετά το 1991).

Η τουρκική θέση στο σύστημα δεν επηρεάσθηκε ούτε όταν άρχισε η διάλυση των ισχυρών κρατών της περιοχής που αποτελούσαν παραδοσιακούς εχθρούς του Ισραήλ. Από τις τρεις χώρες (Ιράκ, Συρία και Ιράν) που διεκδικούσαν αυτόν τον ρόλο, μόνον το Ιράν έχει απομείνει ισχυρό.

Μετά το 2010, όμως, οι στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας μετέβαλαν προς το δυσμενέστερο τη θέση της. Αυτό οφείλεται κατά ένα βαθμό στις θρησκευτικές αντιλήψεις Ερντογάν και στον νέο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του. Όταν άρχισαν οι αραβικές ανοίξεις η Τουρκία, με τη χρηματοδότηση και στήριξη του Κατάρ, προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να τοποθετήσει στην περιοχή φίλα προσκείμενες ισλαμικές αδελφότητες.

Το πρώτο μεγάλο βήμα ήταν η Αίγυπτος. Με την αραβική άνοιξη το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων πήρε την εξουσία εκλέγοντας τον Μόρσι πρόεδρο της χώρας. Η ισλαμική αδελφότητα Χαμάς στην Παλαιστίνη ήταν συμπληρωματική. Το μεγάλο παιχνίδι του Ερντογάν έλαβε χώρα στη Συρία. Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ θα έφερνε στην εξουσία ένα ισλαμικό κίνημα και θα ολοκλήρωνε την αλυσίδα των ισλαμικών αδελφοτήτων στην περιοχή. Για διαφόρους λόγους το όλο εγχείρημα έπεσε στο κενό.

Την ίδια περίοδο βγήκε στη δημοσιότητα και η αντιπαλότητα της Τουρκίας με το Ισραήλ με αφορμή το επεισόδιο με το Μαβί Μαρμαρά και το εμπάργκο στη λωρίδα της Γάζας. Επρόκειτο απλώς για το ορατό τμήμα του παγόβουνου. Θα ήταν υπεραπλούστευση να αποδοθούν όλα στον υπαρκτό αντισημιτισμό του Ερντογάν. Όπως έχει αποδείξει στις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Ερντογάν είναι ρεαλιστής και διατεθειμένος να «καταπιεί» πολλά, εάν πιστεύει ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον του. Η ρίζα των κακών σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ είναι η επιλογή του Τελ-Αβίβ να στηρίξει τη δημιουργία κουρδικού κράτους στην περιοχή.

Το κουρδικό -ο εφιάλτης της Τουρκίας ήδη από την εξέγερση του κούρδου Σεΐχη Σαΐντ το 1925- επανήλθε. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι εσωτερικό θέμα με διεθνείς διαστάσεις. Είναι πλέον ένα διεθνές θέμα που επηρεάζει και την Τουρκία. Η ισλαμική τρομοκρατία είναι επίσης παρούσα στη χώρα ιδιαιτέρως χολωμένη από την αποστασιοποίηση Ερντογάν από το Ισλαμικό Κράτος.

Το βέβαιον είναι ότι η στήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους φέρνει πιο κοντά την Τουρκία προς τη Ρωσία και το Ιράν (που επίσης έχει στο έδαφός του κουρδικό πληθυσμό). Η Τουρκία όμως δεν μπορεί να κατασταλάξει. Η στάση της έναντι των ΗΠΑ και της Ρωσίας δείχνει το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η εξωτερική πολιτική της γείτονος χώρας.

Απομένει να φανεί εάν η Τουρκία μπορεί να αναλαμβάνει χωρίς σοβαρές συνέπειες, πρωτοβουλίες με τις οποίες δεν συμφωνεί η Δύση. Έως σήμερα η πλέον χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν απαγόρευση διελεύσεως των αμερικανικών στρατευμάτων μέσα από το έδαφός της Τουρκίας το 2003, που ήθελαν να ανοίξουν στο Ιράκ το λεγόμενο «βόρειο μέτωπο». Το επόμενο τεστ της Τουρκίας είναι η προσπάθεια για αγορά των ρωσικών πυραυλων S-400.

Όλα αυτά αλλάζουν τη θέση της Τουρκίας. Την έχουν μεταφέρει στη διακεκαυμένη ζώνη που βλέπει το φάσμα της συνολικής αναχαράξεως των συνόρων της περιοχής να πλησιάζει.

Δρ. Άγγελος Συρίγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής