kathimerini4Ο ​Γιάννης Καρεκλάς, ως ανώτατο στέλεχος του ΡΙΚ για πολλά χρόνια, παρέμεινε μια σταθερή φωνή λογικής στην παρουσίαση της είδησης και την έκφραση της άποψης σχετικά με το Κυπριακό – το κορυφαίο πρόβλημα του ελληνισμού στη δεύτερη πεντηκονταετία του 20ού αιώνα. Βασικό χάρισμά του στις πολλαπλές και επιτυχημένες εκπομπές του ήταν ο σεβασμός στον αντιπροσωπευτικό διάλογο και στην ανεμπόδιστη έκφραση των διαφορετικών απόψεων της κυπριακής και της ελλαδικής κοινωνίας. Μόνιμος στόχος του ήταν η ενδυνάμωση ενός κλίματος ανοχής στη διαφορετικότητα, το οποίο πάντοτε οδηγεί στη σύνθεση απόψεων και ως άθροισμα στη συνεργασία. Κεντρικό χαρακτηριστικό του ήταν (και παραμένει) ο ρεαλισμός στην εφαρμογή μιας επιτυχούς στρατηγικής για το μέλλον, με μόνιμο μοχλό την ήπια αμφισβήτηση του λαϊκισμού στον πολιτικό λόγο. Και το μόλις δημοσιευθέν βιβλίο του, «Κυπριακό 1950-1974, Δίκαιες Αξιώσεις-Λάθος Επιλογές», αποτελεί το απόσταγμα της συσσωρευμένης γνώσης του με κύριο γνώρισμα μία λέξη: Σύνεση!

Από τον συγγραφέα του πολύτιμου αυτού τόμου, το Κυπριακό πρόβλημα συνοψίζεται ως μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και τον μαξιμαλισμό από τη μια πλευρά απέναντι στη λογική και τη σύνεση από την άλλη. Οπως ψυχρά κατέγραψε ο Θουκυδίδης στον τραγικό του διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι έννοιες της ηθικής και της δικαιοσύνης υποχωρούν σε κάθε αντιπαράθεση των ισχυρών και αλαζόνων απέναντι στους αδύναμους και απομονωμένους. Ετσι για τον Γ. Καρεκλά η αποτίμηση του όλου προβλήματος, από τη δημιουργία του Κυπριακού κράτους το 1960 μέχρι την τραγική τουρκική επιχείρηση εισβολής και κατοχής το 1974, είναι μια υπόθεση επιλογής των ελληνοκυπριακών ηγεσιών ανάμεσα στο ανεκτό και το τέλειο (ή αν προτιμάτε το κακό και το χειρότερο). Και παραθέτει ο Γ. Καρεκλάς –πάντα με απόσταση και προσοχή– μια αλυσίδα πολιτικών και διπλωματικών αποφάσεων στην Αθήνα και τη Λευκωσία που ελήφθησαν με γνώμονα την εσωτερική τους απήχηση και, δυστυχώς, με μεγάλη δόση άγνοιας των συμφερόντων και σκοπιμοτήτων των αντιστοίχων ηγεσιών στην Αγκυρα, το Λονδίνο, τη Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τον εκκολαπτόμενο τότε Τρίτο Κόσμο.

Στην αξιολόγηση των αποφάσεων και χειρισμών της κυπριακής υπόθεσης κεντρικό ρόλο έπαιξε, κατά τον συγγραφέα, ο παράγοντας ηγεσία, με ιδιαίτερη έμφαση στη χαρισματική προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ισως, το πιο καθοριστικό πλήγμα για την τύχη του ελληνισμού στον γεωπολιτικό χάρτη της Μεσογείου ήταν η απόφαση του Εθνάρχη Μακαρίου να εντάξει την Κύπρο στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Αυτή η επιλογή θα δημιουργούσε μελλοντικές εντάσεις στις σχέσεις των δύο κέντρων του ελληνισμού, με δεδομένο ότι η μετεμφυλιακή Ελλάδα ανήκε στο ΝΑΤΟ, και γενικότερα στη Δύση. Αλλά και στις ηγεσίες της Αθήνας χρεώνεται ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης: Από τον Αλέξανδρο Παπάγο, τον Γεώργιο Παπανδρέου, μέχρι και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο (εξαιρώντας με βεβαιότητα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), οφείλεται η αμφίθυμη στάση της Αθήνας ανάμεσα στο επιθυμητό (Ενωση της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα) και το εφικτό (μια ανεξάρτητη κυπριακή οντότητα). Στην τελευταία χρονιά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, και με δεδομένη την εγκληματική συμπεριφορά του ντε φάκτο δικτάτορα Ιωαννίδη, άνοιξε ο δρόμος για την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα κατοχή της βόρειας Κύπρου.

Κοιτάζοντας το μέλλον, ο σοβαρότερος αστάθμητος παράγοντας της περιοχής μας είναι η σημερινή Τουρκία, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις κοσμικές αρχές του Κεμαλισμού (που συνεπάγονταν τον ρόλο της μόνιμης επίβλεψης της τουρκικής πολιτικής σκηνής από τους στρατιωτικούς) και του υπό διαμόρφωση ισλαμιστικού νεοσουλτανισμού του Ταγίπ Ερντογάν. Η πρόσφατη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος και η μέχρι στιγμής επικράτηση του Ερντογάν, δικαιολογεί τη χρήση του τίτλου βιβλίου του Frank G. Weber «Ο επιτήδειος ουδέτερος» για τον αμφίθυμο γείτονά μας. Κατά τη γνώμη μου, επομένως, η εφικτή (και γιατί όχι η επιθυμητή;) λύση για το Κυπριακό συνεπάγεται συμφωνία της συνέχισης του κυπριακού κράτους ως χαλαρής διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας με επιστροφή εδαφών στους Ελληνοκυπρίους (στην Αμμόχωστο και τη Μόρφου), με την αποχώρηση όλων των στρατευμάτων των δύο εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα και Τουρκία), την παραμονή των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο, και –ως αντίβαρο για τις ανάγκες της Τουρκίας– τη θεσμοθέτηση μιας «ειδικής σχέσης» Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Επιστρέφοντας στο σημαντικό βιβλίο του Γιάννη Καρεκλά, συμφωνώ πλήρως μαζί του για την ανάγκη διατήρησης και ενίσχυσης του δυτικού θεσμικού προσανατολισμού της Κύπρου, χωρίς αυτή η επιλογή να της στερεί τις καλύτερες των σχέσεων με σημαντικές γεωπολιτικές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Βραζιλία, η Αργεντινή, και η Νότια Αφρική – και φυσικά διατηρώντας ίσες αποστάσεις με τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ. Αυτή η τελευταία αναφορά μου έφερε στον νου τα λόγια ενός πολύ σοφού, αν και λίγο κυνικού, παλιού δασκάλου μου στο Πανεπιστήμιο American της Ουάσιγκτον (Samuel L. Sharp) που μας συμβούλευε: «Αν προέρχεστε από μικρές σε μέγεθος και στρατηγικά σημαντικές χώρες, να αποφεύγετε την ιδιότητα της γέφυρας. Διότι οι γέφυρες συνωστίζονται σε καιρούς ειρήνης και ανατινάζονται σε καιρούς πολέμου».

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής